βρόχθος — throat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχθοιο — βρόχθος throat masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχθον — βρόχθος throat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχθου — βρόχθος throat masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχθους — βρόχθος throat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχθων — βρόχθος throat masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροχθίζω — (AM) [βρόχθος] 1. καταβροχθίζω, καταπίνω 2. καθαρίζω τον λαιμό … Dictionary of Greek
βρόγχος — ο (AM βρόγχος) συνήθως στον πληθ. τμήμα του αναπνευστικού συστήματος, συνέχεια της τραχείας με δύο κύριους κλάδους και πλήθος αεροφόρους σωλήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς συνδέεται με το *βρόχω «καταπίνω, ρουφώ» (πρβλ. απρμφ. «βρόξαι… … Dictionary of Greek
γρόθος — και γρόνθος, ο (AM γρόνθος, Μ και γρόθος και γρόθθος) 1. η γροθιά 2. μέτρο μήκους μσν. το άκρο τού χεριού αρχ. πέτρα, προεξοχή στον τοίχο οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για νεώτερο σχηματισμό και παράλληλο τ. του πυξ «γροθιά» … Dictionary of Greek
εύμασθος — εὔμασθος, ον (Μ) (για γυναίκα) αυτή που έχει ωραίους, καλοκαμωμένους μαστούς, ωραίο στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μασθός, υστερογενής τ. τού μαστός, αναλογικά πλασμένος προς άλλες ονομασίες μερών τού σώματος (πρβλ. βρόχθος, κύσθος, στήθος)] … Dictionary of Greek